ἐξαναγκαζόμενος

ἐξαναγκαζόμενος
ἐξαναγκάζω
force
pres part mp masc nom sg
ἐξαναγκάζω
force
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκβίαση — Νομικός όρος του ποινικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 385 του Ποινικού Κώδικα όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”